- φασμάτων
- φάσμαapparitionneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
φασματογράφος — Με τον όρο αυτό είναι γνωστά δύο διαφορετικά όργανα: α) το φασματοσκόπιο, το εφοδιασμένο με συστήματα καταγραφής και ανάλυσης των φασμάτων, και β) ο φ. μάζας, που διαχωρίζει μεταξύ τους ιόντα ή μόρια που έχουν διαφορετική σχέση μεταξύ μάζας και… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
σκεδαστικός — ή, ό / σκεδαστικός, ή, όν, ΝΑ ο ικανός, ο επιτήδειος στό να διασκορπίζει («δάφνη... σκεδαστικὴ φασμάτων ἐστί», Ιω.Λυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ τού αορ. ἐ σκέδασ α τού σκεδάννυμι + κατάλ. τικός (πρβλ. ονομασ τικός)] … Dictionary of Greek
φασματικός — ή, ό / φασματικός, ή, όν, ΝΜ [φάσμα, ατος] φανταστικός, πλαστός, ψευδής νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα 2. φρ. α) «φασματική ανάλυση» φυσ. μέθοδος ποιοτικής και ποσοτικής ανάλυσης τής σύστασης τών ουσιών με βάση την μελέτη τών… … Dictionary of Greek
φασματογραφία — η, Ν [φασματογράφος] μελέτη τών φασμάτων με φασματογράφο … Dictionary of Greek
φασματομετρία — η, Ν [φασματόμετρο] μελέτη φασμάτων που διεξάγεται με φασματόμετρα καθώς και εφαρμογή τής φασματοσκοπίας στις φυσικές μεθόδους ανάλυσης μέσω τής ποιοτικής και ποσοτικής μέτρησης τών ακτινοβολιών, με ανάλογο όργανο, που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek